- ολάνοιχτος
- και ολάνοικτος, -η, -οο εντελώς ή διάπλατα ανοιχτός, ο ορθάνοιχτος («δάσκαλε, πάμεολάνοιχτος μάς καρτερεί κι ο ναός», Παλαμ.).επίρρ...ολάνοιχτατελείως ανοιχτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + ανοιχτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολάνοιχτος — η, ο ο ολότελα ανοιχτός, ορθάνοιχτος: Άφησες το παράθυρο ολάνοιχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάνοιχτος — ή, ο ο εντελώς ανοιχτός, ολάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ανοιχτός / ανοικτός] … Dictionary of Greek
διάπλατος — η, ο επίρρ. διάπλατα ολάνοιχτος, ανοιχτός σε όλο το πλάτος: Μην αφήνεις την εξώπορτα διάπλατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)